πολύθυροι

πολύθυροι
πολύθυρος
with many doors
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύθυρος — η, ο / πολύθυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές θύρες ή πολλά παράθυρα («πολυθύρους αὐλάς», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει πολλές τρύπες («γέρων φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει πολλά ελάσματα ή φύλλα («δέλτου μὲν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”